- ἀδρυάς
- ἀδρυάς, άδος, ἡ, (ἀ- copul., δρῦς)A = Ἁμαδρυάς, in pl., Prop.1.20.12, AP9.664 (Paul. Sil.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἀδρυάδας — ἀδρυάς fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδρυάδες — ἀδρυάς fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδρυάδεσσι — ἀδρυάς fem dat pl (epic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδρυάδεσσιν — ἀδρυάς fem dat pl (epic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)